- γίγαντα
- γίγαςmightymasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γίγαντα — Γίγας mighty masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γίγαντ' — Γίγαντα , Γίγας mighty masc acc sg Γίγαντι , Γίγας mighty masc dat sg Γίγαντε , Γίγας mighty masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίγαντ' — γίγαντα , γίγας mighty masc acc sg γίγαντι , γίγας mighty masc dat sg γίγαντε , γίγας mighty masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυβώτης — Ένας από τους Γίγαντες. Στη Γιγαντομαχία τον κατεδίωξε ο Ποσειδώνας μέχρι την Κω και εκεί άρπαξε ένα μεγάλο βράχο του νησιού και τον πέταξε πάνω του. Το κομμάτι αυτό του βράχου που εξόντωσε το Γίγαντα Π. σχημάτισε ένα νέο νησί, τη Νίσυρο. Σύμφωνα … Dictionary of Greek
γιγαντοπάλαμος — γιγαντοπάλαμος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει παλάμες γίγαντα, δηλ. γιγαντόσωμος, ρωμαλέος 2. φρ. «παλάμη γιγαντοπάλαμος» μεγάλη σαν τού γίγαντα … Dictionary of Greek
Ευφρόνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αττικός αγγειογράφος και αγγειοπλάστης του αυστηρού ερυθρόμορφου ρυθμού (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Η υπογραφή του εμφανίζεται σε 17 αγγεία αλλά τα πιο αντιπροσωπευτικά της τεχνοτροπίας του είναι τα τέσσερα, τα… … Dictionary of Greek
Κβάσερ — (Kvaser ή Kwasir). Μυθολογικό πρόσωπο της σκανδιναβικής παράδοσης. Ήταν αγγελιαφόρος των θεών και απέκτησε υπερφυσικές δυνάμεις πίνοντας ένα μαγικό ποτό, που είχε παρασκευαστεί με την ανάμειξη του σάλιου των αντίπαλων θείων γενών Έζιρ και Βάνον.… … Dictionary of Greek
Λευκό Όρος — (γαλλ. Mont Blanc, ιταλ. Monte Bianco). Ορεινός όγκος των δυτικών Άλπεων ο οποίος καταλήγει στην ομώνυμη ψηλότερη κορυφή της ευρωπαϊκής ηπείρου (4.807 μ.), μετά την κορυφή Ελμπρούζ του Καυκάσου. Εκτείνεται στα σύνορα Ιταλίας, Γαλλίας και Ελβετίας … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Νίσυρος — Νησί (41,40 τ. χλμ., 948 κάτ.)του νομού Δωδεκανήσου. Βρίσκεται στα Ν της Κω και σε ίση απόσταση από αυτήν, την Τήλο και τις μικρασιατικές ακτές. Είναι μικρό νησί, με σχήμα στρογγυλό και με ελάχιστα διαμελισμένες παραλίες. Στο νησί υπάρχει παλιό… … Dictionary of Greek